Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ (ο σκοτεινός) Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπρίκος


Έλληνας φιλόσοφος γεννήθηκε στην Έφεσο κατά το 544π.χ.Ο θάνατός του δεν έχει οριστεί επακριβώςΠατέρας του αναφέρεται ο (Βλύσων ή Βλόσων)..Κατά τον ΔΙΟΓΕΝΗ ΛΑΕΡΤΙΟ ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ υπήρξε άξιος θαυμασμού από μικρής ηλικίας.Αν και δεν υπήρξε κανενός άλλου μαθητή επαναλάμβανε ότι είχε ρωτήσει τον εαυτόν του και είχε μάθει τα πάντα από τον εαυτόν του.Η εποχή του είναι μεταβατική και σηματοδοτείται από μεγάλες κοινωνικές πολιτικές και οικονομικές αλλαγές.
Από τα λιγοστά αποσπάσματα που έχουν διασωθεί φαινέται πως ο χαρακτήρας του γραπτού έργου του είναι αποφθεγματικός.Η δομή και η σύνθεση των αφορισμών του είναι λεπτομερειακά επεξεργασμένη και το ύφος του αινιγματικό.Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο αποκλήθηκε σκοτεινός.<ο βασιλιάς στον οποίο ανήκει το δελφικό μαντείο ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά δίνει σημάδια>.
Το μοναδικό σύγγραμα που γνωρίζουμε ότι άφησε ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ είναι με τίτλο (ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ)και διαιρείται σε τρία μερη:για το σύμπαν για την πολιτική και την θεολογία.Το έργο αυτό γράφηκε με ασάφεια για να γίνει κατανοητό μόνο από ικανούς ανθρώπους και αφιερώθηκε στο ιερό της ΕΦΕΣΙΑΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ σύμβολο ελληνικού και ανατολικού πολιτισμού.Όταν ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ διάβασε το έργο του ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ είπε<αυτά που κατάλαβα είναι σπουδαία,όμως είναι εξίσου σπουδαία και αυτά που δεν μπόρεσα να καταλάβω>Ωστόσο χρειάζεται να είσαι δεινός κολυμβητής σαν αυτούς από τη ΔΗΛΟ για να μην πνιγείς μέσα στο βιβλίο του.(ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ βίοι φιλοσόφων,ΣΩΚΡΑΤΗΣ,22.
Ο Ηράκλειτος είναι ένας στοχαστής. Αυτός για πρώτη φορά στοχάζεται μέσα από τα πλαίσια του Λόγου τι είναι Κόσμος. Η σκέψη του παραμένει ανοιχτή και πολυδιάστατη, ερωτηματική και αινιγματική, αποσπασματική και ποιητική. Δεν κατασκευάζει κάποιο σύστημα. Ο Ηράκλειτος στοχάζεται πριν ακόμα συσταθεί η μεταφυσική και διαμορφωθούν οι φιλοσοφικές σχολές. Ήταν το σπέρμα της δικής του σκέψης που έθρεψε όλη τη φιλοσοφία και μάλιστα πριν τη διαμόρφωσή της σε Μεταφυσική, Θεολογία, Λογική, Φυσική και Ηθική.
Με χρονολογική σειρά ασχολήθηκαν μαζί του, επικρίνοντας τον ή ενστερνιζόμενοι τις απόψεις του, οι Ελεάτες, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, ο Ιουστίνος ο Μάρτυς, ο Χέγκελ, ο Λένιν, ο Κίρκεγκωρ, και ο Νίτσε. Επηρέασε όχι μόνο τους φιλόσοφους της Αναγέννησης αλλά και τους: Πασκάλ, Σπινόζα, Γκαίτε, Χαίλντερλιν, Νοβάλις, Σοπενεχάουερ, Προυντόν, Μπερξόν, και Φρόιντ. Οι απόψεις του επηρέασαν ακόμη και τον σουρεαλισμό. Η σκέψη του διατρέχει το χρόνο και φθάνει έως τις μέρες μας ζωογονώντας σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα.
Η φιλοσοφία του διαμορφώθηκε από στοιχεία αντιθετικά δίχως όμως να διασπάται η ενότητά της, εκφράζοντας έτσι την ενότητα των αντιθέτων του κόσμου μας - «….. και εκ των πάντων έν και εξ ενός τα πάντα». (απ 10).
Από παιδί εκδήλωσε τη χαρισματική του φύση. Ενώ ήταν ακόμη νέος ισχυριζόταν πως δεν γνώριζε τίποτα, ενώ όταν έφθασε στην ώριμη ηλικία ισχυριζόταν ότι γνώριζε τα πάντα. Δεν ακολούθησε τη διδασκαλία κανενός, δε μαθήτευσε σε κανένα φιλόσοφο, κι αναζήτησε μόνος του να ανακαλύψει τον εαυτό του μαθαίνοντας με τη δική του θέληση. Μελέτησε και στοχάστηκε πάνω στους μεγάλους ποιητές, τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Αρχίλοχο, τις θεωρίες των Μιλησίων, των Πυθαγορείων και του Ξενοφάνη, καθώς και την ιστοριογραφική «Επιστήμη» του Εκαταίου, και στα αποσπάσματά του αναφέρεται συχνά σε αυτούς. Έτσι εντρυφά στην ποιητική, τη θεολογία και τη θεωρητική, αφομοιώνοντας όλες αυτές τις διδασκαλίες καθώς και την επιστημονική παιδεία του καιρού και του τόπου του.
Αφομοίωσε και ξεπέρασε όλες αυτές τις διδασκαλίες συλλαμβάνοντας τον κόσμο με ένα νέο τρόπο και στη συνέχεια συνέλαβε την θέση του ίδιου του εαυτού του μέσα στον κόσμο.
Ο χαρακτήρας του φαίνεται ότι ήταν αρκετά ιδιόρρυθμος. Περήφανος και ακατάδεκτος λένε ορισμένοι συγγραφείς, ενώ η μοναχικότητά του ίσως να ερμηνεύτηκε λάθος ως ένδειξη μελαγχολίας.
Καταφέρει βίαια κτυπήματα ενάντια στην ανθρώπινη αφέλεια και τη λήθη του μέσου ανθρώπου. Περιφρονεί τις μάταιες κουβέντες που κυλάνε σαν ποτάμι και απορρίπτει τη ρητορική και τα τεχνάσματα της. Βασίζεται στον λόγο (που σημαίνει ταυτόχρονη σκέψη και γλώσσα) για να πει αυτά που θέλει, κι ενώ κρίνει αυστηρά τους ανθρώπους, ταυτόχρονα τους προσφέρει τη βοήθεια του. Η απέχθεια για την ανθρώπινη αφέλεια μετατρέπεται έτσι σε μια επιτακτική ανάγκη να τη διορθώσει και γι’ αυτό χρησιμοποιεί την καυστική ειρωνεία, παραμένοντας λακωνικός.
Ο Ηράκλειτος δεν κόβει τους δεσμούς του με το Θείο αν και ο δικός του δρόμος επικοινωνίας ακολουθεί δρόμους διαφορετικούς από εκείνους των κοινών ανθρώπων.
O Λόγος «Πρώτος ο Ηράκλειτος ανάβει απ τη φωτιά του σύμπαντος –τη δάδα του Λόγου. Ο λόγος του φωτίζει. Ο Λόγος είναι εκείνο το ξύπνημα της απορίας της αφηρημένης σκέψης που κάνει τον άνθρωπο να βγει από τον κόσμο των ονείρων και να τον οδηγήσει στον κόσμο του φωτός».
Έχουμε πολλές εκδοχές του θανάτου του. Μια από αυτές είναι ότι χολωμένος από τους ανθρώπους, αποτραβήχτηκε στα βουνά όπου ζούσε τρώγοντας φύλλα και χόρτα, ώσπου έπαθε υδρωπικία, οπότε και επέστρεψε στην πόλη και ρωτούσε με αινιγματικά λόγια του γιατρούς να μάθει αν μπορεί να μετατρέψει μια μπόρα σε ξηρασία. Επειδή εκείνοι δεν τον καταλάβαιναν, κλείστηκε σε έναν στάβλο ελπίζοντας πως με την ζέστη της κοπριάς όπου χώθηκε, θα εξατμιζόταν το νερό από το σώμα του. Μα ούτε και με αυτόν τον τρόπο θεραπεύτηκε και πέθανε σε ηλικία εξήντα ετών.
O άνθρωπος και η σοφία
Συνηθίζεται παραδοσιακά να παρουσιάζεται ο Ηράκλειτος αν όχι ως αρι¬στοκράτης με την κοινωνική έννοια του όρου, πάντως ως άνθρωπος που περιφρονούσε το πλήθος και δεν δίσταζε να το πει: «Για μένα, ένας αξίζει όσο μύριοι όταν είναι άριστος» (απ. 49). Γι' αυτόν, πράγματι, «παιχνίδια παιδιών είναι οι ανθρώπινες δοξασίες» (απ. 70) κι αν οι ευγενείς άνθρωποι προτιμούν περισσότερο απ' οτιδήποτε φθαρτό την αιώνια δόξα, «οι πολ¬λοί χορταίνουν σαν κτήνη» (απ. 29). Βάλλει με ειρωνεία τόσο κατ' αυτών που έχαναν το μυαλό τους μέσα στις προλήψεις όσο και κατ' αυτών που χειρίζονταν παράλογα τα ζητήματα της πόλης. Έλεγε για τους πρώτους:
Καθαρίζονται μιαινόμενοι με άλλο αίμα, όπως αν κάποιος που έχει χωθεί στη λάσπη, ξεπλενόταν με λάσπη: αν κάποιος άνθρωπος τον έβλεπε να κάνει κάτι τέτοιο, θα τον έπαιρνε για ασυνάρτητο. Και προσεύχονται μπροστά σ' αυτά τ’ αγάλματα, όπως θα φλυαρούσε κανείς μέσα στο σπίτι του, μη γνωρίζοντας ποιοι είναι θεοί και ποιοι ήρωες (απ. 5). Για τους δεύτερους, πάλι, βεβαίωνε:

Καλά θα έκαναν όλοι οι ενήλικες Εφέσιοι να κρεμαστούν και να αφήσουν την πόλη στα παιδιά, γιατί εκείνοι εξόρισαν τον Ερμόδωρο, τον πιο άξιο άντρα, λέγοντας: Μεταξύ μας κανείς ας μην είναι ο πιο άξιος, ειδεμή ας πάει αλλού και μ' άλλους» (απ. 121). «Γιατί ποιος είναι ο νους τους ή η φρόνηση τους; Πείθονται από τους λαϊ¬κούς τραγουδιστές και δάσκαλος τους είναι ο όχλος: δεν ξέρουν ότι πολλοί είναι οι κακοί και οι καλοί λίγοι» (απ. 104). Γι’ αυτό κι έριχνε στα κεφάλια των συμπολιτών του την εξής ευχή: «Πο¬τέ να μην σας λείψει, Εφέσιοι, ο πλούτος, για να βγαίνει στο φως η πονη¬ριά σας» (απ. 125α). Άλλωστε ο Ηράκλειτος δεν θέλησε να διαδεχτεί τον πατέρα του στο δημόσιο αξίωμα που κατείχε κι αρνήθηκε να νομοθετήσει στην πόλη της Εφέσου, με τη δικαιολογία πως οι κάτοικοι της είχαν πια τόσο διαφθαρεί που το πράγμα δεν έπαιρνε καμιά γιατριά. Ωστόσο, όμως, ο Ηράκλειτος δεν εγκατέλειψε ποτέ την πόλη του: όταν τον προσκάλε¬σαν στην Αθήνα αρνήθηκε να πάει, όπως άλλωστε αποποιήθηκε τις τιμές που του επεφύλασσε ο Δαρείος στην Αυλή της Περσίας.
Ο Ηράκλειτος όμως περιφρονούσε και αρκετούς από τους παλαιότε¬ρους του στοχαστές: «Ο Όμηρος αξίζει να τον διώχνουν από τους αγώνες και να τον ραπίζουν, το ίδιο κι ο Αρχίλοχος» (απ. 42). «Ο Πυθαγόρας», έλεγε, «είναι αρχηγός στους αγύρτες» (απ. 81). «Η πολυμάθεια δεν διδά¬σκει να σκέφτεσαι: αν ήταν έτσι, θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυ¬θαγόρα, ακόμα και τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο» (απ. 40). Αν όμως ο Ηράκλειτος δεν έχανε ευκαιρία να εκδηλώνει την απαίσιο δοξία του για όλους αυτούς που καθημερινά συναναστρεφόταν, σε βαθμό μάλιστα που να επονομαστεί οχλολοίδορος, για τον άνθρωπο ωστόσο εί¬χε μια αντίληψη στενότατα συνδεόμενη με τις ιδέες του που συναντήσαμε ως τώρα. Γι’ αυτόν λοιπόν η ψυχή του ανθρώπου είναι φλόγα και πρέπει να παραμένει πάντα ξηρή: με τη μέθη υγραίνεται, πέφτει στην τρέλα και τελικά πεθαίνει. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, στα τέλη της ζωής του ο Ηράκλειτος προσβλήθηκε από υδρωπικία και ρωτούσε τους γιατρούς τι θα 'πρεπε να κάνει για να μετατρέψει τη βροχή σε ξηρασία. Καθώς αυ¬τοί δεν καταλάβαιναν αυτά τα αινιγματικά λόγια, απογοητευμένος ο Ηρά¬κλειτος κλείστηκε σ’ έναν στάβλο με την ελπίδα ότι η θέρμη της κοπριάς θα έδιωχνε το νερό που τον ταλάνιζε.
Στο πεδίο της αστρονομίας τώρα, φαίνεται πως ο Ηράκλειτος γνώριζε την πορεία της Σελήνης και του Ηλίου καθώς και των πλανητών, έχοντας μελετήσει τις τροχιές τους, των οποίων μάλιστα ίσως είχε υπολογίσει την κλίση. Αν κατά παράδοξο τρόπο μας βεβαιώνει πως μέρα και νύχτα είναι ένα και το αυτό, συμβαίνει γιατί καθεμιά τους δίνει ζωή στην άλλη με τον ημερολογιακό ρυθμό, ρυθμό που δίνει υπόσταση στη θεματική της αρμο¬νίας των αντιθέτων και της ανακύκλησης.
Σε τελική ανάλυση, όμως, η ουσία της σκέψης του Ηράκλειτου δεν βρί¬σκεται στις εξηγήσεις που δίνει για τα φυσικά φαινόμενα, κι οι οποίες προ¬φανώς ανήκουν στις παραγεγραμμένες ιδέες της προϊστορίας της επιστή¬μης: η ουσία έγκειται στις ιδέες που κατευθύνουν αυτές τις εξηγήσεις και οι οποίες γεννώνται από το τραγικό όραμα του κόσμου, που επιβάλλει η αντίληψη του για τον Λόγο, το γίγνεσθαι και την αρμονία των αντιθέτων.
Ο Ηράκλειτος βαδίζει προς την εποχή μας μεταφέροντας ένα μήνυμα που μας επανασυνδέει με τη δική του πηγή, ένα μήνυμα που οι ερμηνείες ποτέ δεν θα κατορθώσουν να εξαντλήσουν.
Ο Καρλ Γιάσπερς, μιλώντας για τον Ηράκλειτο, γράφει: «Όντας ο Λό¬γος το Εν-κλείον, είναι ταυτόχρονα και απροσδιόριστος και απείρως προσδιορίσιμος»• το ίδιο ισχύει και για το στοχασμό του Ηράκλειτου• απο¬καλύπτεται κρυπτόμενος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: